- καθίδρως
- κάθιδροςsweating violentlyadverbialκάθιδροςsweating violentlymasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθίδρως — καθίδρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) βλ. κάθιδρος … Dictionary of Greek
αντρομαχιέμαι — κ. χειέμαι 1. αγωνίζομαι, παλεύω 2. (μτχ.) αντρομαχισμένος κατάκοπος, κάθιδρως … Dictionary of Greek
κάθιδρος — η, ο (AM κάθιδρος, ον, Α και καθίδρως, ωτος, ό, ή) γεμάτος ιδρώτα, καταϊδρωμένος, βουτηγμένος στον ιδρώτα, κατακουρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ιδρος (< ἱδρώς) πρβλ. άν ιδρος, έφ ιδρος] … Dictionary of Greek